-
1 κατα-πίμπλημι
κατα-πίμπλημι (s. πίμπλημι), ganz anfüllen; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῠ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.